- προκατελίσσω
- Απεριελίσσω κάτι καλά πριν από τη χρήση του («ῥάκεσι προκατειλίχθαι», Ιππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατελίσσω (< καθελίσσω «τυλίγω, περιτυλίγω», με ιων. ψίλωση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek